- φυλετικός
- -ή, -ό / φυλετικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυλέτης]νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή»)2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»βιολ. τα αναπαραγωγικά κύτταραβ) «φυλετικά χαρακτηριστικά» ή «φυλετικά γνωρίσματα»βιολ. τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους το θηλυκό και το αρσενικό άτομο τού ίδιου είδουςγ) «πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»βιολ. όλα τα όργανα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή, την έκκριση και την ανταλλαγή γαμετώνδ) «δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»βιολ. τα σωματικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον σχηματισμό τού γεννητικού συστήματος και αναπτύσσονται μόνον αφού το άτομο φθάσει στην εφηβείαε) «φυλετικά χρωμοσώματα»βιολ. τα ετεροχρωματοσώματαστ) «φυλετικές διακρίσεις»(νομ.) το σύνολο τών νομικών και πραγματικών διακρίσεων που θίγουν την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναιρούν την αρχή τής ισότητας έναντι τού νόμου, βάσει κριτηρίων βιολογικών, εθνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, κοινωνικών ή οικονομικώνζ) «φυλετική αναπαραγωγή» — αναπαραγωγή που περιλαμβάνει την ένωση δύο απλοειδών πυρήνων, συνήθως δύο γαμετώναρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέλη μιας φυλής («φυλετική φιλία» — οι στενοί δεσμοί τών μελών τής ίδιας φυλής, Αριστοτ.)2. φρ. «φυλετικά δικαστήρια» — δικαστήρια που εκδίκαζαν τις διαφορές μεταξύ τών μελών τής ίδιας φυλής.επίρρ...φυλετικώς / φυλετικῶς, ΝΑ, και φυλετικά Ννεοελλ.ως προς το φύλο, σε σχέση με την εθνότητααρχ.ως προς τις σχέσεις τών φυλετών, τών μελών τής ίδιας φυλής μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.